- αγγαρευτής
- ο (Μ ἀγγαρευτής) [ἀγγαρεύω]αυτός που επιβάλλει αγγαρεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγγαρευτῶν — ἀγγαρευτής one who impresses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… … Dictionary of Greek